πυρσαυγής

πυρσαυγής
-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) «δάδα, φωτιά» + -αυγής (< αὐγή, ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. χρυσ-αυγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • πυρσολαμπής — ές, Α αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά, ο πυρσαυγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. φωτο λαμπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”